Ουφ. Εφτασα. Επιτελους πλατυσκαλο.
Μια σκουρη πορτα στο βαθος, ενα καφε ξεφτισμενο πατακι του εμποριου στην εισοδο κι ενας φικος στο πλαϊ, αποτιστος για καιρο μαλλον.
Κοιταξα το πατακι της εξωπορτας. Μετα τις σαγιοναρες που φορουσα. Αραγε οταν φορας σαγιοναρες πρεπει να τις σκουπιζεις κι αυτες οπως ολα τα παπουτσια πριν μπεις σε ενα σπιτι; Μηπως να τις εβγαζα πριν μπω. Ισως παλι οχι. Αχ.
Χτυπησα ελαφρα την πορτα κοιτώντας ακόμα τα πόδια μου, προσπαθωντας να αποφασισω στο θεμα γυμνη πατουσα - σαγιοναρα και τι θεωρειται μεγαλυτερη αγενεια, όταν μια σκια εκανε την εμφανιση της στη χαραμαδα. Ενα δυνατο φως αναψε και μια σοβαρη, αχρωμη, ανδρικη φωνη ακουστηκε. Το συνθημα; Ποιο συνθημα; Δε μου ειπανε κατι για συνθημα, μουρμουρισα και αρχισα να σμπρωχνω το πατακι με το ποδι νευριασμενα.
Η φωνη δεν αποκριθηκε, το φως εσβησε, η σκια χαθηκε κι εγω συνεχισα να κλωτσαω το πατακι πιο επιμονα, πιο δυνατα ως τη στιγμη που μετα απο ενα αστοχο χτυπημα κατεληξε η πατουσα μου να χτυπαει με φορα στο κουφωμα της πορτας. Κακη ιδεα η κλωτσια με σαγιοναρες, προλαβα να σκεφτω, αλλα ηταν ηδη πολυ αργα.
Κουτσαινοντας και σιχτιριζοντας καθισα σε ενα απο τα σκαλια που οδηγουσαν στον πιο πανω οροφο κ αρχισα να τριβω το πονεμενο ποδι μου. Μην κλαψεις, ειπα δυνατα. Δε θα κλαψεις. Δεν κλαιω ρε. Κι ετριβα. Ετριβα και εκλαιγα.