Ο άγνωστος άντρας σήκωσε το κεφάλι και προσπάθησε να μετρήσει τους ορόφους που είχε ακόμα να ανέβει. Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις..ίσως δέκα. Κουβαλούσε στο κάθε του χέρι κι από μία βαλίτσα. Από εκείνες τις κλασσικές του ταξιδίου, μάλλον υπεραντλατικού κρίνοντας από το μέγεθος, αγορασμένες βιαστικά λίγες μέρες νωρίτερα. Είχαν και ροδάκια. Καθόλου χρήσιμα τώρα, σκέφτηκε καθώς ανέβαινε στωικά τα σκαλοπάτια.
Το γράμμα ήταν σαφές. Έπρεπε να τα μαζέψει όλα και να τα φέρει. Η λέξη "όλα" ήταν υπογραμμισμένη. Όλα. Θα χωρούσαν άραγε; Οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες όμως. Έπρεπε να χωρέσουν. Έπρεπε να μην ξεχαστεί τίποτε πίσω. Έπρεπε να τα φέρει μαζί του. Έπρεπε να τα κουβαλήσει ο ίδιος. Μόνος του. Χαμογέλασε λιγάκι στη σκέψη του αυτή. Δεν είχε και μεγάλη διαφορά η καθημερινότητα του από αυτό που ζούσε τώρα. Σε κάθε του βήμα, σε κάθε του στιγμή μόνος του τα κουβαλούσε. Τι σημασία είχαν μερικές ώρες παραπάνω.
Τις άφησε για λίγο κάτω. Εκείνες τις δύο με όλα εκείνα. Έτριψε τις σκασμένες από το βάρος παλάμες του μεταξύ τους, σκούπισε πρόχειρα τον ιδρώτα του και σήκωσε τα μανίκια. Παράλληλες βαθιές γραμμές χαράσσονταν κατα μήκος των βραχιονων. Το γράμμα ήταν σαφές. Έπρεπε να τα μαζέψει όλα. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε δέρμα, κομμάτι ή ψυχή.
Ξανάπιασε τις λαβές και σήκωσε για μια τελευταία φορά τις βαλίτσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου