Μπαγκάζια (3) and the slowly ascending man


Ο άγνωστος άντρας σήκωσε το κεφάλι και προσπάθησε να μετρήσει τους ορόφους που είχε ακόμα να ανέβει. Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις..ίσως δέκα. Κουβαλούσε στο κάθε του χέρι κι από μία βαλίτσα. Από εκείνες τις κλασσικές του ταξιδίου, μάλλον υπεραντλατικού κρίνοντας από το μέγεθος, αγορασμένες βιαστικά λίγες μέρες νωρίτερα. Είχαν και ροδάκια. Καθόλου χρήσιμα τώρα, σκέφτηκε καθώς ανέβαινε στωικά τα σκαλοπάτια.

Το γράμμα ήταν σαφές. Έπρεπε να τα μαζέψει όλα και να τα φέρει. Η λέξη "όλα" ήταν υπογραμμισμένη. Όλα. Θα χωρούσαν άραγε; Οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες όμως. Έπρεπε να χωρέσουν. Έπρεπε να μην ξεχαστεί τίποτε πίσω. Έπρεπε να τα φέρει μαζί του. Έπρεπε να τα κουβαλήσει ο ίδιος. Μόνος του. Χαμογέλασε λιγάκι στη σκέψη του αυτή. Δεν είχε και μεγάλη διαφορά η καθημερινότητα του από αυτό που ζούσε τώρα. Σε κάθε του βήμα, σε κάθε του στιγμή μόνος του τα κουβαλούσε. Τι σημασία είχαν μερικές ώρες παραπάνω.

Τις άφησε για λίγο κάτω. Εκείνες τις δύο με όλα εκείνα. Έτριψε τις σκασμένες από το βάρος παλάμες  του μεταξύ τους, σκούπισε πρόχειρα τον ιδρώτα του και σήκωσε τα μανίκια. Παράλληλες βαθιές γραμμές χαράσσονταν κατα μήκος των βραχιονων. Το γράμμα ήταν σαφές. Έπρεπε να τα μαζέψει όλα. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε δέρμα, κομμάτι ή ψυχή.

Ξανάπιασε τις λαβές και σήκωσε για μια τελευταία φορά τις βαλίτσες. 

Μπαγκάζια (2) with a twist.

Σκούπισα βιαστικά το πρόσωπό μου και ξεστόμισα ένα "σύνελθε επιτέλους" μήπως και επισπεύσει την κατάσταση. Έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στα κιγκλιδώματα της σπειροειδους σκάλας και κοίταξα με κόπο προς τα κάτω. Είχα ακούσει σωστά. Κάποιος, πράγματι, ανέβαινε τα σκαλιά. 
Δεν φαινόταν πρόσωπο ή σώμα, ίσα ίσα οι μύτες από δυο γκρι, -μάλλον- πολυφορεμένων αθλητικών παπουτσιών. Ανδρικών. Τίποτε άλλο. Σηκώθηκα και σχεδόν κρεμάστηκα από τα κάγκελα αλλά δίχως αποτέλεσμα. Καμία άλλη ένδειξη. Εκτός του ήχου, φυσικά. Ένας βαρύς ήχος, χαρακτηριστικός, αυτός των πελμάτων που σέρνονται καθώς ανεβαίνουν σκαλοπάτια. Σε αλλιώτικη περίπτωση θα υπέθετα ότι είναι από βαρεμάρα. Στη συγκεκριμένη μαρτυρούσε σίγουρα δυσκολία, προσπάθεια. Βάσανο.

Ο ήχος ερχόταν από μακριά. Έμοιαζε να βρισκόταν στην αρχή. Σαν να ξεκινούσε τώρα την ανάβαση. Άραγε σε ποιον όροφο να είναι ο προορισμός του; Θα άντεχε;

Μαζί με τον μακρινό ήχο, σε κάθε σκαλί ακουγόταν κι ένας χτύπος. Σε κάθε δέκα χτύπους κι ένα μακρύ σύρσιμο στο πέτρινο πλατύσκαλο. Και μια μικρή παύση. Με μια μεγάλη ανάσα και έναν γνώριμο αναστεναγμό. Πόσα να κουβαλάει τάχα; Πολλά μικρά; Ένα μεγάλο; 

Κατέβηκα από τα κάγκελα και κοίταξα ανέκφραστα αυτά που έφερα εγώ μέχρι εδώ. Ένα μεγάλο και κάποια σκόρπια μικρά. Παλιότερα τοποθετημένα επιμελώς. Τώρα πεταμένα, κάποια τσαλακωμένα και χτυπημένα, έτσι όπως τα ξεφορτώθηκα κατά την άφιξή μου. Παρατημένα σε ένα πλατύσκαλο χωρίς σημασία, σε έναν όροφο χωρίς σημασία, μπροστά από ένα φίκο χωρίς σημασία. Φθαρμένα και φαγωμένα στις γωνίες, βαλίτσες και κουτιά, δεμένα ακόμα μεταξύ τους. Εκτός από το μεγάλο. 

Εκείνο ξεχώριζε.  Δεν ήταν δεμένο με κανένα άλλο και, με τη σκόνη τόσων ετών να έχει σχηματίσει ένα λεπτό φίλμ σε όλη την επιφάνειά του, σχεδόν διαφήμιζε την παλαιότητά του. Κυριαρχούσε. Και το ήξερα. 

Ξυπόλητη όπως ήμουν, και έχοντας ξεχάσει πλέον το πονεμένο πόδι και τον άγνωστο που ανέβαινε ρυθμικά, κατευθύνθηκα προς το μέρος του μπαούλου. Ανέκφραστα πάντα. Σκούντηξα ελαφρά τα υπόλοιπα μικρά -κάποτε αναπόσπαστα κομμάτια μου, τώρα εμπόδια- από μπροστά του. Γνώριζα κάθε του σημάδι, κάθε γρατζουνιά στο καφέ δέρμα, κάθε λακούβα στο σκούρο σίδερο. Μία ακόμα. Προλαβαίνω; 

Το δυνατό φώς άναψε ξαφνικά.
-Μπορείτε να περάσετε, αποκρίθηκε η σοβαρή, άχρωμη φωνή πίσω από την πόρτα. Εάν ακόμα το επιθυμείτε.